Τριάντα χρόνια μετά, φόρος τιμής στο απόλυτο πολιτικό πρότυπο από υλικό σιδηρούν γυναικείο. Μεγάλωσα τη δεκαετία του ογδόντα, ανάμεσα σε εικόνες τύπου Σίντυ Λώπερ, Πωλίνας και παπανδρεϊκής Μελίνας. Ευτυχώς όμως, η μοίρα επεφύλαξε στα τρυφερά εγκεφαλικά μου κύτταρα μια γυναικεία φιγούρα-αντιστάθμισμα σε κάθε Δάφνη Μπόκοτα, που διά της οθόνης μιας ξύλινης Sony χωρίς τηλεκοντρόλ απειλούσε τη διαμόρφωσή τους. Η Μάργκαρετ Θάτσερ ανέλαβε την τύχη της Μεγάλης Βρετανίας το γενέθλιό μου 1979 και έως τα nineties φρόντιζε να εμφανίζεται μπροστά μου αρκετά συχνά, ώστε να μην θεωρώ πως το πρότυπο δυνατής και μετρημένης κυρίας που η γιαγιά μου ενσάρκωνε ήταν οικογενειακή ανωμαλία, ανύπαρκτη στον έξω κόσμο.
Βέβαια, η Θάτσερ δεν αυγόκοβε γιουβαρλάκια. Ορκίστηκε πρωθυπουργός στη Βρετανία σε περίοδο βαθιάς παρακμής. Το έθνος που κάποτε διαφέντευε τους πόντους είχε πέσει στην αποβιομηχάνιση, τη φαβορίτα, το παχύ μουστάκι, το ποτό και τις εργατικές κυβερνήσεις. Πώς η Θάτσερ το έπεισε ότι τη χρειαζόταν; Οι σύγχρονοι επικοινωνιολόγοι έχουν να διδαχθούν από την προσέγγιση της πρώτης καμπάνιας της. «Δεν ξέρω πολλά από οικονομική θεωρία», έλεγε. «Γνωρίζω όμως καλά να διαχειρίζομαι τον προϋπολογισμό του σπιτιού μου». Την αποκάλεσαν επιτομή του συντηρητισμού. Όμως εκείνη γνώριζε ότι μια χώρα που έχει πάρει την κατηφόρα δεν χρειάζεται «καινοτόμες ιδέες» και φιοριτούρα. Πρέπει να ανατρέξει στις βασικές αρχές που την έκαναν να ακμάσει στο παρελθόν και να τις πιστέψει εκ νέου, στην πράξη.
Η Θάτσερ παρέμεινε στον αριθμό δέκα της Ντάουνινγκ στρητ ως τα έντεκά μου. Αργότερα, όσο περισσότερα μάθαινα, τόσο διαπίστωνα πόσο δίκαιος ήταν ο ενστικτώδης παιδικός θαυμασμός μου προς αυτήν. «Πιστέυω στη σκληρή δουλειά. Στο να ξέρεις τι είναι σωστό και να το κάνεις,» συνήθιζε να λέει. Και δεν είχε πρόβλημα να συγκρουστεί όποτε το έκρινε αναγκαίο. Με το κόμμα της, την αντιπολίτευση, τα συνδικάτα, το εκλογικό σώμα, τους τρομοκράτες του IRA (που αποπειράθηκαν να τη δολοφονήσουν), αλλά και ξένα κράτη.
Φιλελεύθερη αυθεντική, ήξερε όταν πήρε την εξουσία ότι ένα σύστημα με υπέρογκη κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, που αποδίδει υπερεξουσίες στα συνδικάτα και επιβάλλει υψηλούς φόρους στους πολίτες-καταναλωτές δεν προκόβει. Αμέσως άρχισε το ξήλωμα προνομίων και φόρων και την αντιπαράθεση με όλους και όλα. Δύο συγκρούσεις όμως σημάδεψαν την πορεία της.
Το ’82 η Αργεντινή κατέλαβε τα νησιά Φόλκλαντ, ασήμαντη εδαφικά βρετανική κτήση στο νότιο ημισφαίριο. Η Μάγκι έστειλε το Βασιλικό Ναυτικό 10.000 μίλια μακριά και σε 74 μέρες πήρε δια της βίας την υπερηφάνεια μιας πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας πίσω. Το ’84 ενεπλάκη σε έναν ακόμα πόλεμο, εσωτερικό αυτή τη φορά, με τους ανθρακωρύχους. Ένα χρόνο αργότερα, μετά από ταραχές και άγριες απεργίες, είχε κλείσει 20 ορυχεία. Κι όμως, κατά τη θητεία της η παραγωγή άνθρακα σημείωσε την μικρότερη κάμψη στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Πρώτα απ’όλα ευθεία και αποτελεσματική, η – βαρόνη από το 1992 – Μάργκαρετ Χίλντα Θάτσερ παρέλαβε μια χώρα σμπαράλια και σε μια δεκαετία της έκανε ολικό ρεκτιφιέ. Ο Μπλαιρ πάνω στις πολιτικές της έχτισε τα χρυσά late 90s της «cool Britannia». Επίκαιρη η κληρονομιά της σήμερα όσο ποτέ, τώρα που απαιτούνται ηγέτες από στόφα με αρχές, που δε διστάζουν να γίνουν αντιδημοφιλείς, που αντιλαμβάνονται ότι η οικονομία είναι θέμα κοινής λογικής και αίσθησης του μέτρου. Θατσερική ατάκα ευαγγέλιο: «Το χρήμα είναι ωραίο πράγμα. Όμως η δουλεία σ’αυτό είναι θλιβερή και επικίνδυνη.»
Βράχος στο πλευρό της σε όλα ο πρόσφατα μακαρίτης σύζυγός της, Ντένις. Ο γόνος βιομηχάνων που την ερωτεύτηκε ως νέα, δυναμική απόφοιτο της Οξφόρδης, αλλά και κόρη μπακάλη. Διότι η Θάτσερ γοήτευε τους άνδρες αβίαστα. Ο Ρόναλντ Ρέηγκαν τη λάτρεψε και από την φιλία τους σφυρηλατήθκε η άρρηκτη ακόμα σχέση ΗΠΑ-Βρετανίας. Ο Γκορμπατσόφ την εμπιστεύτηκε και συνεργάστηκε μαζί της με στόχο το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Ζακ Ντελόρ τη μίσησε για τον ευρω-σκεπτικισμό της αλλά πάντοτε τη σεβόταν. Κι εγώ, εν έτει 2009, δηλώνω ρουβίτσα φανατική στην ποδιά μιας σιδηράς κυρίας ετών 85.