Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

παγκοσμιόπολη

Δεν κλείσαν τα σαράντα του μπραφ στον άνω καύκασο κι οι γειτονιές πήραν να σκούζουν. "Καλά τα λες, κυρ Βλαδίμηρε, κι αυτή η σουρλουλού η Γεωργία τα φταίει που έμπλεξε με την ξιπασμένη την Αμερική, πού'χει τάχατις τα χτήματα του κοσμάκη και μας κοροϊδεύει." Έτσι μίλησε στο δρόμο έξω ο Ούγος ο μεγαλομπακάλης από την πέρα μεριά, στης κυρά Ήπας το πατρικό λίγο πιο κάτω. "Μονοπολικοί κόσμοι τέλος. Α-πα-πα," μουρμούρισε μετά κι έκανε το σταυρό του. Και στης Αμερικής το σπίτι να μην πιάνει προκοπή. Από το φονικό στο λιμάνι και μετά τίποτα δεν ήτανε το ίδιο. Κι οι γιοι να σφάζονται σαν τον άσπρο με το μαύρο.

Στην πλατεία πιο πάνω, τα παλιά αρχοντικά μέναν ως περασμένα μεσάνυχτα με τα φώτα αναμμένα. Ούτε που νοιάζονταν το λάδι. Κι ας τό'χαν ανάγκη. Τα γρόσια ίσα που τους βγαίναν, αλλά ο Νικολάς του οβριού τ'αγγόνι τους είχε πάρει όλους από κοντά και τους είχε ορμηνέψει. Κι Αγγέλα του Γερμανού, παλιό σόι, μαζί του ήτανε. "Καλή η κυρία Αμερική, όμως οφείλομε να έχομε κατά νου τα συμφέροντά μας, βέβαια. Έχομε εξαρτήσεις και δεν επιθυμούμε περιπέτειες." Κι από κάτω το κακό φούντωνε. Κι οι εγωισμοί θεριεύανε και βγαίναν στο δρόμο οι άνθρωποι και δεν είχανε στο νου τους τον καλό τον κόπο, μόνο σκέφτονταν πώς θα τη βγάλουν καθαρή.

Κάπου δίπλα στην παλιά γειτονιά, στην παλιά μονοκατοικία της Ελλάδας, με τα σκαλιστά του παππού και τα μερεμέτια, ακουγόταν βουή. Χαμπάρι δεν παίρναν στο σπίτι αυτό για το που ερχόταν. Σόγια παλιά που συγγένεψαν από ανάγκη τρώγονταν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ξαδέλφια, θείοι και μπατζανάκηδες, κανείς δεν καθόταν στην άκρη. Φαγωμάρα για το χρήμα. Τον κρατάγαν οι από πάνω τον παρά και σ'αυτό το σπίτι, αλλά δεν είχαν τρόπο. Κι ήταν λιμάρηδες και άξεστοι παρ'όλη την κληρονομιά τους.

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΘΕΟ ΣΟΥ


Κυριακή, 18.05, βγαίνω από το σπίτι στα Κανάλια χαρωπός με ακτοπλοϊκό εισιτήριο στο χέρι. Μου το παίρνει με ριπή αέρας 7,5 μποφώρ. Το Νήσος Μύκονος αναχωρεί 18.55. Ως τις 18.10 έχω κυνηγήσει εισιτήριο μάταια στο βουνό μέσα από αυλή διπλανού σπιτιού - 20 λεπτά από το λιμάνι κι έχω επίσης χάσει το ραδιοταξί. 18.15 παίρνω κατηφόρα φιδωτή τσιμέντο 300μ και βγαίνω στο δρόμο. Αυτοκίνητα περνούν κάθε ένα-δυο λεπτά. Παίρνω τη Τζένη στη χώρα μήπως μου βρει εισιτήριο. Όλα φουλ μέχρι πρωίας. Τηλεφωνώ συνεχώς για ταξί, δεν έχει. 18.25 ακόμα δεν έχει ταξί - η Τζένη έχει πάει στα κεντρικά της Hellenic Seaways. Ψάχνουν το όνομά μου στο σύστημα για να βεβαιωθούν ότι δεν είναι τέχνασμα. 18.35 περαστικός ταρίφας μου στέλνει μέσω CB παλαβό πιτσιρικά ταξιτζή. Όνομα βρίσκεται, εισιτήριο εκδίδεται, αγοράζεται εκ νέου. 18.40 έως 18.57 τρελή κούρσα με mercedes. Αεροπλανικά προσπεράσματα. 2 λεπτά πριν το λιμάνι, ο μαν σταματά και φορτώνει τύπο που τρέχει για το πλοίο με τσάντα και μαγιώ. "Κάτσε να τον σώσω κι αυτόν!" Δεν του πήρε χρήματα. Μας πήγε καρφί μπουκαπόρτα. Γενναίο φιλοδώρημα και 19.00 μπαίνουμε με από μηχανής Τζένη στο πλοίο. 19.05 έχει λύσει κι έχει φύγει. Άντε πες στη Γιάννα ότι ο city δεν έχει ένθετα διότι σου πήρε το εισιτήριο ο άερας και έχεις αποκλειστεί στη Μύκονο. Και γιατί ήσουν εκεί; Κι ο Ύψιστος ο ίδιος με ένιωσε.