Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ-ΑΠΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ, ΘΕΜΕΛΙΩΜΕΝΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΛΕΥΚΕΣ ΑΓΓΛΟΣΑΞΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ, ΕΝΑΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΣΚΛΑΒΩΝ, ΠΟΥ ΗΡΘΕ ΜΕ ΚΑΡΑΒΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ, ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΝΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΕΙ ΕΝΑ ΘΡΙΑΜΒΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΜΕΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ.

Πριν από 83 χρόνια, σε μια φυλακή του αμερικανικού Νότου ένας μαύρος μάγκας σκάρωσε ένα μπλουζ. Το τραγούδιαπευθυνόταν στον τότε κυβερνήτη του Τέξας, Πατ Νεφ, ζητώντας απόδοση χάρης. Παραδόξως, το κομμάτι συγκίνησε τον Νεφ κι ο συνθέτης του αποφυλακίστηκε. Σήμερα θεωρείται ως ένας εκ των αγίων πατέρων της μαύρης μουσικής. Η ιστορία του Λεντμπέλι είναι αληθiνή όσο και συμβολική: Ο δρόμος προς την ελευθερία και την κοινωνική ανέλιξη της μαύρης Αμερικής περνά διαχρονικά μέσα από τη μουσική της.

Γκόσπελ, μπλουζ, τζαζ, ροκ εν ρολ, civil rights songs, σόουλ, ντίσκο, χιπ-χοπ… Πίσω από κάθε νότα οι αγώνες των μαύρων για ισότητα κι ευημερία. Ξεκινώντας ως ανδράποδο από τις βαμβακοφυτείες, μέχρι να φτάσει στο Λευκό Οίκο ο Αφροαμερικανός έμαθε να κοινωνεί την ταυτότητά του μέσα από τη μουσική. Κι έτσι κατάφερε να μπολιάσει το λευκό καθεστώς.

Πρόκειται για μια ιστορία πάλης και μέθεξης. Μέχρι να αποδεχθεί το μαύρο στοιχείο ως ισότιμο, η Αμερική της ανατολικής ακτής και της υπερσυντηρητικής ενδοχώρας χρειάστηκε σχεδόν εκατό χρόνια έκθεσης σε μια τέχνη αυθεντική, που διεγείρει ευαισθησία, συμπάθεια και ενσυναίσθηση.

Από τα ομαδικά τραγούδια των σκλάβων ξεπήδησε το μπλουζ στις αρχές του εικοστού αιώνα. Οι μαύροι εργάτες είδαν το τραγούδι σαν απόδραση από τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και το έκαναν γκόσπελ ως κομμάτι της θρησκευτικής λατρείας τους. Ομως, η στιγμή που ο νέγρος πιάνει μια κιθάρα και τραγουδά σόλο αλλάζει τα πάντα. Ντε φάκτο παράσιτος δουλοπάροικος, αν και συνταγματικά ελεύθερος από το 1865, όταν επιλέγει να τραγουδήσει ως αυτόνομος καλλιτέχνης προβαίνει σε πράξη πολιτική. Σηματοδοτεί την ώρα που απελεύθερος πια αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως προσωπικότητα μέσα στην κοινωνία.

Το λευκό κατεστημένο έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με τη μαύρη μουσική από το 1910 έως το 1920. Μορφές των μπλουζ όπως ο Ρόμπερτ Τζόνσον ή ο Λεντμπέλι, όπως εκατοντάδες άλλοι άσημοι «κρούνερ», συρρέουν στις πόλεις για να γίνουν εργάτες. Οι μαύροι που εγκαταλείπουν τις όχθες του Μισισιπή και εγκαθίστανται στο Σικάγο, το Ντιτρόιτ, τη Νέα Υόρκη, φέρνουν μαζί τη μουσική τους. Κρατούν ρυθμό σφηνώνοντας ένα καπάκι κόκα-κόλας
κάτω από το παπούτσι τους κι αρχίζουν να γρατζουνάνε τις χορδές ενός έθνους. Από την κληρονομιά εκείνης της εποχής ξεπηδούν ιερά τέρατα του μπλουζ: Μάντι Γουότερς, Τζον Λι Χούκερ, Μέμφις Σλιμ, Μπι-Μπι Κινγκ.

Τότε περίπου γεννιέται κι η τζαζ - μια παραλλαγή της μαύρης ψυχής πάνω στη βαθιά κανονική, λευκή μουσική φόρμα.Χρησιμοποιώντας τα ίδια όργανα με ένασχήμα που θα έπαιζε τσάρλεστον ή φοξ-τροτ, συμπλέκοντας στοιχεία κλασικά καινεωτεριστικά, σπάει τις νόρμες με αυτοσχεδιαστικά μοτίβα. Είναι το πρώτο είδος μουσικής που φέρνει μαύρους και λευκούς σε επαφή. Τότε ξεκινά η μεγάλη ώσμωση. Την εποχή που ο Τζορτζ Γκέρσουιν γράφει το «Rhapsody in Blue», ενώ μεσουρανεί ο Ντιουκ Ελινγκτον του Cotton Club.

Ο ρηξικέλευθος χαρακτήρας της τζαζ θα μιλήσει στην ψυχή του Αμερικανού της οικονομικής κρίσης και του Ευρωπαίου της μεσοπολεμικής παρακμής. Καθώς οι ναζί κατατάσσουν την τζαζ στις «εκφυλισμένες» τέχνες, ο λευκός της φιλελεύθερης Δύσης ανακαλύπτει μέσα του το νέγρο. Ως αποτέλεσμα, η τζαζ που γεννιέται στη Νέα Ορλεάνη το 1915 θα ταξιδέψει ως τα πέρατα του κόσμου και θα παραμείνει κραταιό μουσικό κίνημα για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Μέσα από τα διαστήματα και τα ημιτόνιά της, η μαύρη κοινότητα της Αμερικής συνειδητοποιεί σταδιακά πως είναι φορέας μιας πολιτισμικής δυναμικής, ικανής να αλλάξει την κουλτούρα των ΗΠΑ, αλλά και του πλανήτη.

Η μεγάλη συμμετοχή μαύρων στρατιωτών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επιφέρει τομές στον τρόπο με τον οποίο η Αμερική αντιμετωπίζει το έγχρωμο μέρος της. Τις πρώτες αισιόδοξες μεταπολεμικές δεκαετίες, μαύροι μουσικοί όπως ο Τσακ Μπέρι και ο Λιτλ Ρίτσαρντ πρωτοστατούν στο νέο ήχο που μετατρέπει το σουίνγκ σε ροκ εν ρολ. Ενόσω το Tutti Frutti δονεί ραδιόφωνα και ηλεκτρόφωνα, η μαύρη μουσική βγαίνει επίσης στο γυαλί με τους Νατ Κινγκ Κόουλ, Ρέι Τσαρλς και Σαμ Κουκ. Η εξελικτική ορμή της ποπ κουλτούρας είναι πια ασταμάτητη. Στα νάματα της νέγρικης παράδοσης βαπτίζονται λευκοί αστέρες, όπως ο Ελβις ή, πιο μετά, οι Βρετανοί Μπιτλς.

Καθώς ξεκινούν τα ’60s, οι ιδεολογίες συγκρούονται παγκόσμια και οι Αφροαμερικανοί απαιτούν εμφατικά ίση μεταχείριση. Η σόουλ κάνει δυνατή είσοδο στα πράγματα και το τραγούδι γίνεται πολιτικό όχημα. Την εποχή που ιδρύεται η εμβληματικότερη μαύρη δισκογραφική εταιρία όλων των εποχών, η Μοτάουν, μορφές σαν τους Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Μοχάμεντ Αλι σηκώνουν πρώτοι τη μαύρη γροθιά στον ουρανό. Ο Μάρβιν Γκέι στρατεύεται, η Αρίθα Φράνκλιν φωνάζει «Respect», ο Τζέιμς Μπράουν προτρέπει: «Πες το δυνατά, είμαι μαύρος και περήφανος γι’ αυτό». Ο Τζίμι Χέντριξ γίνεται ο ίδιος σύμβολο πάλης και ανατροπής. Είναι η χρυσή εποχή του μαύρου κινήματος.

Μέσα από πολιτικές συγκρούσεις και οδομαχίες, μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας οι φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ υποχωρούν. Η μαύρη κουλτούρα ξυπνά σε έναν κόσμο όπου έχει γίνει σχεδόν mainstream κι εκτρέπεται στην ντίσκο της υπερβολής και των συνθετικών ναρκωτικών, που κορυφώνεται αργότερα με το φαινόμενο Mάικλ Τζάκσον. Ενώ όμως η κοινωνική ενσωμάτωση προχωρά, η μαύρη ψυχή έρχεται αντιμέτωπη με την αστική αναλγησία μιας Αμερικής που -ανεξαρτήτως χρώματος- βλέπει τις οικονομικές ανισότητες να διευρύνονται και το όνειρο να προσπερνά.

Τότε γεννιέται το ραπ. Παιδί του πολέμου των συμμοριών, προϊόν της γραμμής παραγωγής των εργοστασίων της GM του Ντιτρόιτ αλλά και της αντίδρασης του LA στην υπερπολυτέλεια του Χόλιγουντ, ξεκινά ως underground στριτ ήχος από τις αρχές του ’80. Καθώς έγχρωμοι διαπρέπουν σε όλους τους τομείς, οι NWA (Niggers with Attitude), o LL Cool J, οι Run DMC μιλούν πια για τη βία, τη φτώχεια, τις ανθρώπινες σχέσεις και την πολιτική και απευθύνονται σε όλους: λευκούς, ισπανόφωνους, μαύρους. Αμέτρητοι ράπερ ξεπηδούν από αυτό το λίκνο. Κι όταν το ραπ εξαγοράζεται σχεδόν από τη showbiz, μετεξελίσσεται σε χιπ-χοπ και κατακτά με τον ανατρεπτικό του ήχο το παγκόσμιο χωριό μας.

Πριν από λίγα χρόνια, ένας λευκός νεαρός από το Ντιτρόιτ, που μεγάλωσε μέσα στην ένδεια και τη βία, μπούκαρε με τις ρίμες του στα στενά της μαύρης μουσικής. Αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί με τον Ελβις το ’60, η έγχρωμη κοινότητα υποδέχτηκε τον ράπερ Εμινεμ με σέβας, αναγνωρίζοντας η ίδια ότι δεν ισχύουν πια τα άτεγκτα στεγανά του παρελθόντος - όσο δρόμο κι αν έχουν ακόμη οι ΗΠΑ μέχρι την εμπέδωση κοινωνικής δικαιοσύνης και αρμονίας. Κι ίσως το γεγονός αυτό να συνιστά ισχυρότερο δείγμα της ευόδωσης των αγώνων της μαύρης Αμερικής και από την ίδια την εκλογή του Ομπάμα. Διότι η επανόρθωση ενός κρίματος δεν συντελείται όταν μετανοεί ο θύτης, αλλά όταν συγχωρεί το θύμα.

(όπως δημοσιεύτηκε στον Ελεύθερο Τύπο στις 8.10.'08)