
Στην πλατεία πιο πάνω, τα παλιά αρχοντικά μέναν ως περασμένα μεσάνυχτα με τα φώτα αναμμένα. Ούτε που νοιάζονταν το λάδι. Κι ας τό'χαν ανάγκη. Τα γρόσια ίσα που τους βγαίναν, αλλά ο Νικολάς του οβριού τ'αγγόνι τους είχε πάρει όλους από κοντά και τους είχε ορμηνέψει. Κι Αγγέλα του Γερμανού, παλιό σόι, μαζί του ήτανε. "Καλή η κυρία Αμερική, όμως οφείλομε να έχομε κατά νου τα συμφέροντά μας, βέβαια. Έχομε εξαρτήσεις και δεν επιθυμούμε περιπέτειες." Κι από κάτω το κακό φούντωνε. Κι οι εγωισμοί θεριεύανε και βγαίναν στο δρόμο οι άνθρωποι και δεν είχανε στο νου τους τον καλό τον κόπο, μόνο σκέφτονταν πώς θα τη βγάλουν καθαρή.
Κάπου δίπλα στην παλιά γειτονιά, στην παλιά μονοκατοικία της Ελλάδας, με τα σκαλιστά του παππού και τα μερεμέτια, ακουγόταν βουή. Χαμπάρι δεν παίρναν στο σπίτι αυτό για το που ερχόταν. Σόγια παλιά που συγγένεψαν από ανάγκη τρώγονταν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ξαδέλφια, θείοι και μπατζανάκηδες, κανείς δεν καθόταν στην άκρη. Φαγωμάρα για το χρήμα. Τον κρατάγαν οι από πάνω τον παρά και σ'αυτό το σπίτι, αλλά δεν είχαν τρόπο. Κι ήταν λιμάρηδες και άξεστοι παρ'όλη την κληρονομιά τους.