Στα εκατό μέτρα το αιγυπτιακό καφενείο είναι kurdish iraqi. Με πέντε χιλιάδες δολάρια περπατάς από τη Μοσούλη ως την ακτή της Τουρκίας, σε ξερνάνε στην Ελλάδα, τρως τρείς μήνες αυτόματα, βγαίνεις με χαρτιά που ανανεώνεις σε τρεις μήνες και που δε σου επιτρέπουν να δουλεύεις. Ο Άρης, δηλαδή Αλί, είναι εδώ έξι χρόνια. Μόνο αυτός δέχεται να μιλήσει σε μικρόφωνο απ'όλο το καφενείο. Σπαστά ελληνικά-σπαστά αγγλικά οι άλλοι και με το βλέμμα κάτω. Δείχνουν κάποιον που ήταν φυλακή στο Ιράκ, αλλά αυτός δε μιλά.
Ο Γιάννης ο περιπτεράς στην πλατεία Μεταξουργείου τά'χει δει όλα. Μέρα μεσημέρι κι ο άλλος τρικλίζει δίπλα στα περιοδικά. Λέει στα διακόσια μέτρα είναι η τροχαία. Μπάτσοι πουθενά. Μόνο για κλήσεις μια φορά το μήνα. Η κυρία Ελένη κλείνεται μέσα απ'τις οκτώ. Της λές τη λέξη δήμος και κυριολεκτικά γελάει. Οι μόνιμοι κάτοικοι του μεταξουργείου είναι καλοί άνθρωποι μιας χαμένης Αθήνας - το πιστοποιεί.
Γκέτο. Σκόρπια κινέζικα ρουχάδικα. Τα κινέζια δε μιλούν που να χτυπιέσαι κάτω. Φτωχοτρέντηδες και σε κοιτάνε σα χάνοι χαμογελαστοί. Ανατολικά της Πειραιώς να περιμένεις Συρία, Κουρδιστάν, Ιράκ, Πακιστάν, Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο. Πηγαίνουν σε μικρές ομάδες. Στην περιοχή συμβαίνουν συχνές επιθέσεις με σκοπό τη ληστεία. Κυρίως εναντίον γυναικών.
Δυτικά, το χάος. Το φαρ γουέστ των Γερανίου και Σοφοκλέους. Ζητάδες στη διχάλα δέκα μέτρα από συμβολή Πειραιώς. Φουσκωτοί και γυαλιστεροί. Ένας παραδέχεται ότι το κέντρο έχει πρόβλημα: Αλλοδαποί και μικροεγληματικότητα, διακίνηση και ανδρική πορνεία. Για ζητάς εκφράζεται αξιοπρεπώς.
Πας να χωθείς πιο μέσα στα στενά κι ακούς γυναικείες κραυγές. Μια τελειωμένη περίπτωση ανθρώπου κυνηγά έναν πακιστανό φωνάζοντας "βοήθεια, η τσάντα μου, βοήθεια". Οι ζητάδες τον βουτάνε επί τόπου. "Πίσω τα χέρια." Τον έχουν στα γόνατα. "Δε μιλάμε τώρα αγορίνα." Φωνές, κακό. Ο ηλίθιος, τρεις μπάτσοι σ'όλη την περιοχή κι έπεσε πάνω τους.
Για κάποιο περίεργο λόγο, στο κυνηγητό βοηθά ένας χρήστης που δεν είναι ακόμα του θανατά. Οι φίλοι του τελειώματα, του λένε στην αρχή να μη μιλήσει. "Ρουφ-ρουφ." Ο τύπος είναι φτιαγμένος. Θέλει επίμονο μπίρι-μπίρι και ψηστήρι για να πατήσεις rec. Όταν το πατάς, βγαίνει ποταμός.
Άμα κάνεις να μπεις Γερανίου, βάλε τσάντα από μπρος και τα γυαλιά σου όχι να κρέμονται. Κι ας μη φοράς ρολόι, κι ας μην έχεις μαζί σου κάρτες και χρήματα κι ας είσαι με βερμούδα και μονόχρωμο τισέρτ. Ελαφροχέρηδες παντού. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Στη γωνία πακιστανομπλαγκαντεσιανό κινητάδικο. Κλεπταποδόχοι, ξέρουν να συναρμολογούν κι από κομμάτια. Όχι όπλα. Μαχαίρια, ναι.
Οι Έλληνες έχουν σταματήσει να σπρώχνουν ηρωίνη απ'το ενενηνταπέντε. "Από τότε, τελειώσαμε εμείς." Τώρα για χάπια πας σε Έλληνα και για πρέζα σε μάυρο. Ο δρόμος λέει ότι "το μαχαίρι και το πεπόνι" τα έχει η αστυνομία. "Άπό άρρωστα παιδιά δεν μπορείς να περιμένεις πολλά πράγματα, ε;" Εκατό μέτρα πιο κάτω περπατάς και κάθε λίγο σκούροι νέγροι σου κάνουν νόημα αν ψάχνεσαι για ντηλ.
Για τους Σομαλούς της πλατείας Κουμουνδούρου το ντηλ άργησε μια ζωή. Ξεδοντιασμένοι, κοιμούνται σε χαρτοκιβώτια στα εγκαταλειμμένα παρτέρια της πλατείας, δυο βήματα από εκεί που το βράδυ τα πλούσια κορίτσια παρκάρουν το τζηπ και πάνε για εναλλακτική Αθήνα.
1 σχόλιο:
βάλε και ένα λινκ να το ακούσουμε ρε!
Δημοσίευση σχολίου