Η σπίθα σκάει οπουδήποτε.
Η φωτιά φουντώνει εκεί που βρίσκει τροφή.
Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν. Όχι, δεν τέθηκε η οικονομία μας (ξανά) υπό επιτήρηση. Δεν αρνήθηκαν όλα τα διεθνή χρηματοσπιστωτικά ιδρύματα να μας χορηγήσουν επαχθέστατα δάνεια για να εξυπηρετήσουμε το ελλειμματικό μας εξωτερικό ισοζύγιο ή τη μαύρη τρύπα του προϋπολογισμού. Δεν βρεθήκαμε στους δρόμους πένητες να χτυπάμε κατσαρόλες, όλοι μαζί, αστοί και μικρομεσαίοι, όπως πριν χρόνια οι Αργεντίνοι. Για την ώρα, επτωχεύσαμεν αξιακά. Ηθικά. Κοινωνικά. Ίσως πολιτισμικά. Μια στιγμή στην οποία χίλιοι διάβολοι έσπασαν το ποδάρι τους ήταν αρκετή για να μας ξεγυμνώσει. Για να μας δείξει ότι οι χίλιοι διάβολοι της ιστορίας είμαστε εμείς. Με τις επιλογές μας. Με τις πράξεις και τις παραλήψεις μας. Γενιές τώρα.Η φωτιά φουντώνει εκεί που βρίσκει τροφή.
Στα χριστουγεννιάτικα αποκαΐδια μιας παραβιασμένης Αθήνας, μετράμε το ανάστημά μας ως χώρα και ως κοινωνία. Στις σπασμένες προθήκες, στα λεηλατημένα μαγαζιά, στα σκόρπια κάνιστρα των χημικών και στις πέτρες των οδοστρωμάτων καθρεφτιζόμαστε. Κάθε φορά που ένας από εμάς διάβηκε το κατώφλι ενός βουλευτή για να ζητήσει το ρουσφέτι του, κάθε φορά που φοροδιαφύγαμε, που συμβάλαμε στη δημιουργία μιας αγοράς εργασίας που προσομοιάζει κάτεργο, που μείναμε καρφωμένοι μπροστά στις αηδίες που μας σέρβιραν τα ΜΜΕ, που δε δώσαμε ευκαιρία στις καλές ιδέες ενός νέου, που κοιτάξαμε την πάρτη μας ρίχνοντας το γείτονα, το συμπολίτη, κάθε φορά που λαδώσαμε ή χρηματιστήκαμε, οπλίζαμε λιθαράκι το λιθαράκι το χέρι του ειδικού φρουρού που ένα Σάββατο βράδυ στα Εξάρχεια αφαίρεσε τη ζωή ενός παιδιού πάνω στον ανθό της.
Δεν ήταν ατύχημα αυτό που συνέβη, δεν ήταν γκίνια, απλή αναποδιά. Πρόκειται περί συμπτώματος ενός συστήματος που νοσεί βαθιά. Κι ούτε μπορούν να αποδοθούν απλά στους γνωστούς-αγνώστους, τους κουκουλοφόρους, τους αναρχικούς, τους αντιεξουσιαστές (ή όπως αλλιώς βολευόμαστε να τους αποκαλούμε) τα επεισόδια που συντάραξαν την πατρίδα μας και που μας έκαναν πρώτο θέμα διεθνώς, ρεζίλι και όνειδος. Πήραμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας. Όλοι καταστρέψαμε. Εμείς που θρέψαμε τους πολιτικούς μας με την ανάγκη και την ανοχή μας. Που επιτρέψαμε σε ομάδες νέων ανθρώπων να νιώσουν ότι στο περιθώριο είναι καλύτερα, ότι το γκρέμισμα είναι προτιμότερο από το χτίσιμο. Που δεχτήκαμε να φιλοξενούμε μετανάστες της απολύτου ένδειας. Που διαβρώσαμε την εγγενή αισιοδοξία της νεότητας. Δε θέλησε πολύ για να ξυπνήσουμε μια ωραία πρωία τυφλά κτήνη στη λαίλαπα.
Η ώρα του ξεσπάσματος δεν είναι τυχαία. Καιρό τώρα ζυμώνεται το κακό. Ένας προς έναν οι πυλώνες της συνειδησιακής μας συναντίληψης δυναμιτίζονται. Δικαιοσύνη των παραδικαστικών κυκλωμάτων και των μεγαλοδικηγόρων. Παιδεία της ημιμάθειας, της παπαγαλίας και του φροντιστηρίου. Πολιτική της μίζας και της λαμογιάς. Οικονομία που παραπαίει μεταξύ χρέους και υποαπασχόλησης. Εκκλησία της ιερής αρπαχτής και των υπεράκτιων. ΜΜΕ της αναίδειας και της διαπλοκής. Σώματα ασφαλείας που όταν πρέπει δε χιονίζουν και το Μάη δροσολογούν βίαια. Εθνική υπόσταση υπο διεθνή ευτελισμό σε όλα τα μείζονα μέτωπα.
Μέσα στον ορυμαγδό ο νοικοκύρης έχει κάτι να διαφυλάξει – μια δουλίτσα, μια περιουσία. Η γενιά iPod όμως αποστερήθηκε και την ίδια την ελπίδα του μέλλοντος, πριν ορμήξει στους δρόμους για ν’αρπάξει παρόν. Είναι ανώφελο ν’αναρωτιόμαστε ποιοι είναι οι κουκουλοφόροι που πλαισίωσαν τις κινητοποιήσεις των παιδιών. Τη μάσκα του γκρεμιστή φοράμε χρόνια όλοι. Ο μικρός Αλέξης στάθηκε μάρτυρας της πιο κρίσιμής μας ώρας. Μένει να δούμε πως θ’αντιδράσουμε τώρα, που είδαμε το τρομερό είδωλό μας και νιώσαμε τη μήνι του προδομένου μας εαυτού. Αν απλά επιστρέψουμε κατά μόνας και ομαδόν στην απάθεια, το business as usual θα γίνει τραγικό επίγραμμά μας.